υποτίθιος

υποτίθιος
-ον, Α
βλ. ὑποτίτθιος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • υποτίτθιος — και ὑποτίθιος, ον, ΜΑ 1. αυτός που θηλάζει ακόμη, ὑπομάζιος*. βυζανιάρικος 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ὑποτίτθια τα βρέφη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + τιτθός «μικρός μαστός» + κατάλ. ιος (πρβλ. ἐπι μάστ ιος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”